- ψωμίζομαι
- кормиться; добывать средства существования, обеспечивать себя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωμίζω — ΝΑ [ψωμός] ταΐζω κάποιον νεοελλ. μέσ. ψωμίζομαι εξοικονομώ τα αναγκαία για τη ζωή («ψωμίζεται κάνοντας δουλειές από δω και από κει») αρχ. 1. παρέχω σε κάποιον τροφή («ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρὸς σου, ψώμιζε αὐτόν», ΚΔ) 2. (σχετικά με αγκίστρι)… … Dictionary of Greek